- δυνητικούς
- δυνητικόςpotentialmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλειστηριασμός — ο, ΝΑ [πλειστηριάζω] νεοελλ. 1. η πώληση πραγματικής και προσωπικής περιουσίας μέσω δημόσιου ανοιχτού διαγωνισμού και, ειδικότερα, μέσα από μια διαδικασία η οποία συνίσταται σε μια διαδοχή αυξανόμενων προσφορών από τους δυνητικούς αγοραστές… … Dictionary of Greek